- κοράλλι
- Αποικιακό κνιδόζωο της ομοταξίας των ανθοζώων. Υπάρχουν περισσότερα από 200 είδη κ., τα οποία ταξινομούνται σε δύο μεγάλες υφομοταξίες, τα σκληρακτίνια και τα οκτωκοράλλια. Στα σκληρακτίνια περιλαμβάνονται τα γνήσια κ., τα οποία εκκρίνουν εξωτερικά τον σκελετό τους, ο οποίος σχηματίζει τη λεγόμενη θήκη. Μέσω της συμβίωσής τους με μονοκύτταρα φύκη, τα σκληρακτίνια είναι υπεύθυνα για τον σχηματισμό των κοραλλιογενών υφάλων. Στα οκτωκοράλλια, αντίθετα, ο σκελετός είναι εσωτερικός και μπορεί να είναι είτε ασβεστολιθικός είτε από κερατίνη. Τα κ. αναπαράγονται τόσο με αγενή (εκβλάστηση) όσο και με εγγενή πολλαπλασιασμό (ωάρια και σπερματοζωάρια). Η προνύμφη (πλάνουλα), που έχει μέγεθος περίπου 2 χιλιοστά, ύστερα από μια περίοδο ελεύθερης ζωής, προσκολλάται σε κάποιο στερεό υπόστρωμα του βυθού και μετασχηματίζεται σε πολύποδα, ο οποίος αναπαράγεται αγενώς και δημιουργεί έτσι μία καινούργια αποικία. Τα κ. είναι σαρκοφάγοι οργανισμοί και τρέφονται με διάφορα ασπόνδυλα που αιωρούνται στο νερό. Οι αποικίες που σχηματίζουν μπορεί να αποτελούνται από χιλιάδες πολύποδες.
Από τα γνωστότερα οκτωκοράλλια είναι το κόκκινο κ., η επιστημονική ονομασία του οποίου είναι Corallium rubrum. Έχει δενδρόμορφο σχήμα, ύψος 10-30 εκ. και αποτελείται, εσωτερικά, από σκληρή ασβεστολιθική ουσία, το χρώμα της οποίας ποικίλλει από το πολύ βαθύ έως το πολύ ανοιχτό κόκκινο, χάρη στην παρουσία καροτινοειδών χρωστικών. Εξωτερικά φέρει ένα ανοιχτόχρωμο φλοιώδες περίβλημα –το λεγόμενο κοινοσάρκιο– πάνω στο οποίο βρίσκονται σκόρπιοι οι μικροί πολύποδες· αυτοί έχουν λευκό, διαφανές χρώμα και φέρουν οκτώ πτεροειδή πλοκάμια, που περιβάλλουν το στόμα, και οκτώ μεσεντέρια διαφράγματα στο εσωτερικό της κοιλότητάς τους. Τα μικρά ζώα με τα μικρά πλοκάμια τους, όταν ξεπροβάλλουν από τον κοινό κορμό της αποικίας, μοιάζουν με μικρά άσπρα λουλούδια. Όταν αγγίζει κανείς τα μικρά πλοκάμια, αυτά αποσύρονται αμέσως, οπότε η αποικία φαίνεται σαν να είναι σκεπασμένη με πολυάριθμες κρεατοελιές. Η κυκλοφορία των θρεπτικών ουσιών, μεταξύ των ατόμων της αποικίας, γίνεται με μικρούς σωλήνες παράλληλους μεταξύ τους, που διατρέχουν το κοινοσάρκιο. Ο εσωτερικός σκελετός αποτελείται κατά 85% από ανθρακικό ασβέστιο, 7% από ανθρακικό μαγνήσιο, 1,5% από θειικό ασβέστιο, 2,5% από θειικό νάτριο και χλωριούχο μαγνήσιο, καθώς και από ίχνη άλλων στοιχείων.
Τα κ. ζουν κοντά σε ακτές, σε βάθη μεταξύ 50-150 μ. και σε θερμοκρασία περίπου 20°C. Εκτός από τις συνθήκες αυτές, το κ., για να αναπτυχθεί κανονικά, έχει ανάγκη από καλά αεριζόμενα και διαυγή νερά. Αποικίες κ. διαφόρων ειδών εντοπίζονται σε όλες τις θερμές θάλασσες. Στη Μεσόγειο, είναι κοινό το κόκκινο κ. Κοντά στις ιαπωνικές ακτές βρίσκονται κυρίως αποικίες κ. του γένους πλευροκοράλλιο.
Τα κ. αποσπώνται κατευθείαν από τον βυθό, από δύτες χωρίς σκάφανδρο ή με ειδικά συρόμενα –στον πυθμένα της θάλασσας– εργαλεία, που ρίχνονται από κοραλλιευτικά σκάφη. Το κ., που χρησιμοποιείται ως διακοσμητικό αντικείμενο από την αρχαιότητα, κυρίως στην Κίνα, στην Ινδία και σε αρκετές περιοχές της Μεσογείου, υφίσταται έως σήμερα επεξεργασία για τον ίδιο σκοπό, τόσο στην Ανατολή όσο και σε άλλες χώρες.
Παλαιοντολογία. Απολιθώματα ανθοζώων είναι γνωστά από το προκάμβριο, ωστόσο αυτά περιλαμβάνουν κυρίως κ. με εξωτερικούς σκελετούς, ενώ απολιθώματα μαλακών πολυπόδων είναι μάλλον σπάνια. Τα αρχαιότερα κοραλλιοειδή υπήρξαν τα τετρακοράλλια, που άρχισαν να αφθονούν στις θάλασσες του σιλουρίου, κυρίως σε μοναχικές μορφές. Αν και τα τετρακοράλλια δεν ήταν οι επικρατέστερες μορφές της πανίδας του κατώτερου παλαιοζωικού, ωστόσο τα λίγα γένη που υπήρχαν τότε χαρακτηρίζουν τις αποθέσεις στις οποίες εγκλωβίστηκαν. Στο ανώτερο σιλούριο (και για μερικούς επιστήμονες στο δεβόνιο) σημειώθηκε το αποκορύφωμα της ανάπτυξής τους. Στο λιθανθρακοφόρο, παρατηρήθηκε αισθητή μείωση των τετρακοραλλίων και στο πέρμιο σχεδόν ολική εξαφάνιση της ομάδας αυτής.
Τα κ. του μεσοζωικού, τα οποία ήταν κυρίως αποικιακά, εμφανίστηκαν στο τριάσιο με αρχαϊκούς ακόμα χαρακτήρες. Τα κ. αυτά διέφεραν από τα τετρακοράλλια ως προς τη συμμετρία του σώματός τους, η οποία στους διαδόχους τους έγινε εξαμερής. Όμοια προς τα σημερινά, τα κ. του μεσοζωικού ζούσαν στα ζεστά διαυγή και αβαθή νερά και συνέβαλαν σημαντικά στη συγκρότηση διαφόρων κοραλλιογενών σχηματισμών.
Ενώ στην Αμερική τα πετρώματα του μεσοζωικού περιέχουν λίγα κ., επειδή οι θαλάσσιες αποθέσεις (με εξαίρεση του κρητιδικού) είναι περιορισμένες, στην Ευρώπη αντίθετα τα απολιθώματα αυτών των κνιδοζώων είναι συχνά, κυρίως σε στρώματα του ιουρασικού (κοραλλιογενείς σχηματισμοί είναι γνωστοί στην Αγγλία, στις Άλπεις, στα Απένινα κ.α.). Άφθονα και ποικίλα σε μορφές είναι τα κ. του τριτογενούς. Στην Αμερική (Γεωργία, Φλόριντα, Μεξικό κ.α.) τα κ. συναντιούνται σε εδάφη του ηωκαίνου. Στην Ευρώπη, τόσο τα κ. του ηωκαίνου όσο και εκείνα του ολιγοκαίνου δεν εμφανίζουν ιδιαίτερη σημασία. Κατά το μειόκαινο, το πλειόκαινο και το πλειστόκαινο, επειδή μειωνόταν η θερμοκρασία της θάλασσας, η περιοχή εξάπλωσης των κ. περιορίστηκε σε τροπικές ζώνες. Σήμερα τα κ. συναντώνται στις θερμές θάλασσες και είναι οι οργανισμοί που μετέχουν στον σχηματισμό των ατολών.
Τα κοράλλια είναι κνιδόζωα που ζουν σε αποικίες· στη φωτογραφία το κόκκινο κοράλλι (Corallium rubrum) κατά τη στιγμή της «άνθησης», με τoυς λευκούς πολύποδες, εφοδιασμένους με μικρά ευκίνητα πλοκάμια γύρω από το στόμα.
Ένα απολιθωμένο τετρακοράλλιο, το Cyathophillum helianthoides.
Κοραλλιογενείς σχηματισμοί στο θαλάσσιο περιβάλλον τους.
* * *το (ΑM κοράλλιον, Α και κοράλιον και κουράλιον και κωράλ[λ]ιον, Μ και κουρέλλιν και κοράλλιν)ζώο τών θερμών θαλασσών που προσκολλάται σε ορισμένο βάθος και σχηματίζει αποικία πολυπόδων πάνω σε ασβεστολιθικό άξονα διαφόρων χρωμάτων ιδίως ερυθρού, μαύρου και κυανού («τὸ γὰρ κουράλιον... ὥσπερ λίθος τῇ χρόᾳ μὲν ἐρυθρόν, παρεφερὲς δ' ὡς ἂν ρίζα, φύεται δὲ ἐν τῇ θαλάττῃ», Θεόφρ.)νεοελλ.1. το υλικό από τους κλάδους τού ομώνυμου ζώου, από το οποίο κατασκευάζονται κοσμήματα2. το κόσμημα που προέρχεται από τέτοιο υλικό3. κοινή ονομασία καλλωπιστικού θάμνου που φυτεύεται σε γλάστρεςαρχ.(κατά τον Ησύχ.) «κωράλιονπαιδάριον, κόριον».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gōrāl «πετραδάκι»). Κατ' άλλη άποψη, < φρ. κόρη ἁλός «κόρη τής θάλασσας». Παρόμοιο σύνθ. απαντά και στην Αρχαία Ινδική, ενώ ερμηνεύονται και οι διάφορες γραφές, όπως κουράλιον, κωράλιον κ.λπ., αντίστοιχες τών κούρη, κώρη κ.λπ.ΠΑΡ. αρχ. κοραλλίζω, κοραλλικόςμσν.- νεοελλ.κοραλλένιοςνεοελλ.κοράλλινος.ΣΥΝΘ. αρχ. κοραλλιοπλάστης [(;) βλ. λ.]νεοελλ.κοραλλιογενής, κοραλλιογραφία, κοραλλιολόγος, κοραλλιόριζα, κοραλλιόσχημος, κοραλλιοφάγος, κοραλλιοφόρος, κοραλλιόχρους].
Dictionary of Greek. 2013.